- ευπερίκοπος
- εὐπερίκοπος, -ον και εὐπερίκοπτος, -ον (Α)απλός, αυτός που δεν είναι τυπικός, που αποφεύγει τις μακρολογίες και τις τυπικές εκφράσεις («τὰς ἐντεύξεις εὐπερίκοπτος», Πολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -περί-κοπος (< περι-κόπτω), πρβλ. α-περί-κοπος].
Dictionary of Greek. 2013.